Η μαγεία της πρωτεΐνης και οι συνέπειές της

Vegan Διατροφή + Υγεία

04/10/2023
Κείμενο από:

Υπάρχουν τρία μακροθρεπτικά στοιχεία στα τρόφιμα: οι υδατάνθρακες, το λίπος, και η πρωτεΐνη. Είναι “μάκρο-” με την έννοια ότι αποτελούν περίπου όλο το βάρος και τις θερμίδες του τροφίμου. Οι βιταμίνες και τα μέταλλα είναι τα “μίκρο-” θρεπτικά στοιχεία.

Η πρωτεΐνη, από τότε που ανακαλύφθηκε το 1839, θεωρείται από πολλούς ανθρώπους ένα εξαιρετικά σημαντικό θρεπτικό στοιχείο, και συχνά υπάρχει η πεποίθηση ότι όση περισσότερη καταναλώνουμε τόσο το καλύτερο. Η ονομασία της προέρχεται από την ελληνική λέξη “πρώτειος”, που σημαίνει “πρωταρχικής σημαντικότητας” – ένα ευνοϊκό και σχεδόν μυστικιστικό ξεκίνημα για το μέλλον αυτού του θρεπτικού στοιχείου! Στην σημαντικότητα που προσδίδει το όνομα προστίθεται η από παλιά ριζωμένη εντύπωση των περισσότερων ανθρώπων ότι η πρωτεΐνη υπάρχει αποκλειστικά στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

Σήμερα πάντως, γνωρίζουμε ότι η σημαντικότητα που αποδίδεται στην πρωτεΐνη είναι υπερβολική, και μάλιστα έχει πάρει μυθικές διαστάσεις. Κατ’ αρχήν, η πρωτεΐνη δεν βρίσκεται αποκλειστικά σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Από τα τέλη του 19ου αιώνα γνωρίζουμε ότι υπάρχει και στα φυτικά τρόφιμα. Παρόλα αυτά, επιβιώνει ακόμα ο μύθος ότι υπάρχει κατά κανόνα ή και αποκλειστικά σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Ρωτήστε απλώς έναν βίγκαν πόσες φορές ακούει την ερώτηση “Μα από πού παίρνεις την πρωτεΐνη σου;”

Αυτή τη μεροληπτική πεποίθηση ότι το κρέας είναι η μοναδική πηγή πρωτεΐνης την ενθάρρυνε η ίδια η “επιστήμη”. Τα ερευνητικά ευρήματα, για παράδειγμα, έδειχναν ότι οι ζωικές πρωτεΐνες χρησιμοποιούνται πιο αποτελεσματικά από το σώμα. Αυτή η αποτελεσματικότητα χρήσης της ζωικής πρωτεΐνης από το σώμα αναφερόταν στον μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης του σωματικού βάρους, μεταξύ άλλων αποτελεσμάτων, με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα να περιγράφεται ως “βιολογική αξία” ή ανώτερη ποιότητα. Αλλά μόνο οι ζωικές πρωτεΐνες ήταν εκείνες που έχουν υψηλή ποιότητα.

Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι προφανώς επιθυμούν την υψηλή ποιότητα, η ζωική πρωτεΐνη έγινε συνώνυμη με την πιο επιθυμητή πρωτεΐνη. Ουσιαστικά, αυτή η ιστορία εξελίχθηκε μέσα από το πρίσμα της γλωσσολογίας για να δημιουργήσει έναν εδραιωμένο και αυτο-διαιωνιζόμενο τρόπο σκέψης.

Αυτό που είναι προβληματικό σε αυτή την ιδέα είναι ότι η υψηλή ποιότητα [της πρωτεΐνης] δεν σημαίνει απαραιτήτως καλύτερη υγεία. Ο μεγαλύτερος ρυθμός αύξησης του σωματικού βάρους μπορεί να είναι χρήσιμος στην κτηνοτροφία αλλά και για να μεγαλώνουν πιο γρήγορα τα παιδιά, αλλά επίσης σημαίνει ότι τα καρκινικά κύτταρα αυξάνονται ταχύτερα, ότι βελτιώνονται οι συνθήκες για παθήσεις της καρδιάς, και επιταχύνεται η γήρανση – κάθε ένα από αυτά τα αποτελέσματα έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά. Γρήγορη ανάπτυξη στα κορίτσια σημαίνει ότι τα κορίτσια φθάνουν πιο γρήγορα σε αναπαραγωγική ωριμότητα, έχουν υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων και, εν τέλει, αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού.

Μια μακρά σειρά ερευνών που διεξήχθησαν για περισσότερες από δύο δεκαετίες στο εργαστήριό μου έδειξε ότι η ανάπτυξη του καρκίνου διεγείρεται σημαντικά από την κατανάλωση ζωικής καζεΐνης, της βασικής πρωτεΐνης στο αγελαδινό γάλα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή η συγκεκριμένη ζωική πρωτεΐνη πυροδοτεί την παραγωγή της ίδιας αυξητικής ορμόνης που ευθύνεται για την ανάπτυξη κατά την παιδική ηλικία. Οι πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης τείνουν να μην δημιουργούν τέτοιες επιδράσεις, τουλάχιστον όχι όταν καταναλώνονται σε επίπεδα που συναντώνται συνήθως στην φυτοφαγική διατροφή με πλήρη τρόφιμα (WFPB). Αυτά τα ευρήματα οδηγούν στο επόμενο σημαντικό ερώτημα: ποια είναι η σωστή ποσότητα και το είδος πρωτεΐνης που θα πρέπει να καταναλώνουν οι άνθρωποι για βέλτιστη υγεία.

Για να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση, ας δούμε πρώτα την επίσημη Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη (RDA). Ο αριθμός αυτός προσδιορίστηκε και δημοσιεύτηκε το 1943 από την έγκριτη Εθνική Ακαδημία Επιστημών (National Academy of Sciences) με σκοπό την υποστήριξη της καλής διατροφής για τον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Οι υπολογισμοί για την ΣΗΠ ξεκινούν με τον προσδιορισμό της ποσότητας πρωτεΐνης που πρέπει να καταναλωθεί ώστε να αντισταθμίσει την ποσότητα πρωτεΐνης (μετρημένης σε όρους αζώτου) που χάνεται από το σώμα. Αυτή η εκτίμηση, που αποκαλείται “ελάχιστη ημερήσια απαίτηση”, ήταν περίπου 0,5 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους, και αντιστοιχεί σε περίπου 6% των συνολικών θερμίδων της διατροφής. Επειδή αυτή η εκτίμηση προσδιορίστηκε με βάση ένα μικρό, τυχαίο δείγμα ανθρώπων (από τον ευρύτερο πληθυσμό), προσαρμόστηκε προς τα πάνω κατά δύο τυπικές αποκλίσεις (SDs) ώστε να διασφαλιστεί η επαρκής πρόσληψη από όλα τα άτομα του πληθυσμού. Έτσι λοιπόν προέκυψαν τα 0,8 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους – η πολύ γνωστή ΣΗΠ. Για έναν ενήλικα άνδρα 70 κιλών, η ΣΗΠ αντιστοιχεί σε 56 γραμμάρια πρωτεΐνης· για μία ενήλικη γυναίκα 60 κιλών, 48 γραμμάρια. Αν υποθέσουμε ημερήσια κατανάλωση 2.000 θερμίδων και ότι κάθε γραμμάριο πρωτεΐνης προσφέρει 4 θερμίδες ενέργειας, η ΣΗΠ αντιστοιχεί σε 11,2% ποσοστό θερμίδων από διατροφική πρωτεΐνη για διατροφή 2.000 θερμίδων, ή 9,0% για διατροφή 2.500 θερμίδων. Αν στρογγυλοποιήσουμε χάριν ευκολίας, μια διατροφή με 10% πρωτεΐνη (τη ΣΗΠ) προσφέρει αρκετή πρωτεΐνη για καλή υγεία. Αυτή η εκτίμηση, που δημοσιοποιήθηκε επισήμως για πρώτη φορά το 1943, έχει καθιερωθεί ως επίσημος αριθμός, καθώς έκτοτε έχει αναθεωρηθεί επισήμως [χωρίς να αλλάξει] από επιτροπή εμπειρογνωμόνων επιστημόνων 14 φορές.

Αλλά επειδή λατρεύουμε γενικά την πρωτεΐνη, ειδικά τη ζωική πρωτεΐνη, μια μέση αμερικανική διατροφή περιέχει περίπου 17% διατροφική πρωτεΐνη – όχι την ΣΗΠ του 10%. Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν είναι “τί είδους διατροφή παρέχει 10% των θερμίδων από πρωτεΐνη”; Μια φυτική διατροφή με πλήρη τρόφιμα προσφέρει εύκολα 10% πρωτεΐνη (ακόμη και η πατάτα που είναι χαμηλή σε πρωτεΐνη περιέχει 8% πρωτεΐνη), ενώ περιλαμβάνει επίσης τα αναρίθμητα άλλα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα για την καλή υγεία. Αλλά το 90-95% από εμάς καταναλώνει ουσιαστικά περισσότερη πρωτεΐνη από την ΣΗΠ. Σχεδόν όλη η πρωτεΐνη που υπερβαίνει την ΣΗΠ προέρχεται από τρόφιμα ζωικής προέλευσης, κάτι που έχει τις ακόλουθες δύο δυσμενείς συνέπειες στην υγεία: (1) τις δυσμενείς επιπτώσεις της ίδιας της πρωτεΐνης και (2) την απώλεια των ωφελειών από τα θρεπτικά συστατικά που περιέχονται στα τρόφιμα φυτικής προέλευσης.

Η πλούσια σε ζωική πρωτεΐνη διατροφή μας είναι απόρροια του τυφλού ενθουσιασμού μας για την πρωτεΐνη, ειδικά αυτήν που προέρχεται από ζώα. Ως αποτέλεσμα, η διατροφή μας είναι πιο προβληματική από όσο φανταζόμαστε, όχι λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης οποιουδήποτε θρεπτικού συστατικού όπως η ζωική πρωτεΐνη, αλλά λόγω της υποκατανάλωσης αμέτρητων άλλων θρεπτικών συστατικών φυτικής προέλευσης.

Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα ιδιαίτερα επιβαρυντικών στοιχείων για την ίδια τη ζωική πρωτεΐνη, ορισμένα από τα οποία είναι διαθέσιμα πολύ καιρό. Πολλά από αυτά τα στοιχεία, τα οποία επιλέχθηκαν λόγω της επιστημονικής αυστηρότητας με την οποία δημιουργήθηκαν και των συνεπειών τους, αναφέρθηκαν ως επιδράσεις μεμονωμένων θρεπτικών συστατικών ή ομάδων θρεπτικών συστατικών, αλλά θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία θα αντικατοπτρίζουν επίσης παράλληλες αλλαγές σε άλλα θρεπτικά συστατικά που αυξάνουν τις αρνητικές επιπτώσεις.

Αν και είχαν προηγηθεί αρκετές εκθέσεις που συσχέτιζαν το διατροφικό λίπος με τους καρκίνους στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 σε διάφορες χώρες, μια έκθεση του 1986 [1] έδειξε ότι η σχεδόν γραμμική συσχέτιση που συχνά παρατηρείται μεταξύ της εμφάνισης καρκίνου και της διατροφής πλούσιας σε λιπαρά, μπορεί να αποδοθεί κυρίως στα ζωικά τρόφιμα (το συνολικό διατροφικό λίπος και η ζωική πρωτεΐνη εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση, δηλαδή >90%) [2].

Μια έκθεση 670 σελίδων του 1997 [3] που εκπονήθηκε από ομάδα 16 επιστημόνων από 10 χώρες, ανασκόπησε την παγκόσμια βιβλιογραφία για τη σχέση διατροφής και καρκίνου, και κατέληξε, ως πρώτη σύσταση, να καταναλώνουμε μια κατά βάση φυτική διατροφή.

Οι παθήσεις της καρδιάς έχουν από καιρό συσχετιστεί με την κατανάλωση ζωικού λίπους [4] και τη χοληστερόλη ορού [5], αν και αυτή η πρώιμη εστίαση σε αυτούς τους δύο διατροφικούς παράγοντες έχει πλέον επεκταθεί σε μια πολύ πιο ολοκληρωμένη ανάλυση. Στην αγροτική Κίνα, για παράδειγμα, μια ομάδα “δυτικών” ασθενειών (ασθενειών ευμάρειας) –συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών παθήσεων– συσχετίζεται ως ομάδα σε μεγάλο βαθμό με τη χοληστερόλη ορού, η οποία με τη σειρά της έχει υψηλή συσχέτιση με τη ζωική πρωτεΐνη [6]. Έτσι, οι πρώιμες αναφορές που συσχέτιζαν τις καρδιακές παθήσεις με το συνολικό διατροφικό λίπος, το κορεσμένο λίπος, και τη χοληστερόλη είναι πολύ πιο πιθανό να προκύπτουν λόγω της συσχέτισης των καρδιακών παθήσεων με τη ζωική πρωτεΐνη.

Ήδη από το 1922 και το 1923, η αυξημένη κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης φάνηκε ότι ήταν πιο αποτελεσματική στη δημιουργία των πρώιμων σταδίων της αθηροσκλήρυνσης από ό,τι το διατροφικό λίπος [7, 8]. Το 1940 [9] και το 1941 [10] εμφανίστηκαν πάλι τα ίδια αποτελέσματα. Η καζεΐνη, μια ζωική πρωτεΐνη (του γάλακτος), ήταν περίπου πέντε φορές πιο αποτελεσματική(!) από όσο μια φυτική πρωτεΐνη (της σόγιας) στο να αυξήσει τη χοληστερόλη ορού σε πειραματικές μελέτες σε ζώα, όπως συνοψίστηκε αργότερα το 1983 [11]. Παρόμοια αποτελέσματα εμφανίστηκαν και για μια άλλη ζωική πρωτεΐνη, τη λακταλβουμίνη του αγελαδινού γάλακτος [12], όταν συγκρίθηκε με δύο πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης, από καλαμπόκι και σιτάρι.

Σε μελέτες σε ανθρώπους του 1977 [13] και 1980 [14], η ζωική πρωτεΐνη επηρέασε τη χοληστερόλη ορού πολύ πιο ουσιαστικά από όσο την επηρέασε το λίπος της διατροφής. Οι ζωικές πρωτεΐνες, ως ομάδα, αυξάνουν τη χοληστερόλη ορού ενώ οι πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης, ως ομάδα, τη μειώνουν [15]. Επίσης, όταν οι πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης και οι πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης μεταβάλλονται, τα επίπεδα χοληστερόλης ορού μεταβάλλονται αντίστοιχα [16, 17]: αυξάνονται με τις πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης και μειώνονται με τις πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης. Εν ολίγοις, αυτές και άλλες μελέτες καταδεικνύουν ότι η ζωική πρωτεΐνη διαδραματίζει πολύ πιο σημαντικό ρόλο από όσο η φυτική πρωτεΐνη ή το διατροφικό λίπος στην προώθηση της υψηλής χοληστερόλης ορού και της πρώιμης αθηρογένεσης. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό, παρόλο που οι πρώτες παρατηρήσεις αυτού του φαινομένου εμφανίστηκαν σχεδόν πριν από έναν αιώνα και έχουν επαναληφθεί πολλές φορές έκτοτε.

Ένα παρόμοιο φαινόμενο υπάρχει για τις επιπτώσεις της κατανάλωσης ζωικής πρωτεΐνης στον καρκίνο που έχει προκληθεί πειραματικά [18, 19]. Μία ζωική πρωτεΐνη, η καζεΐνη, έχει αποδειχθεί σε πολλές μελέτες [20, 21], ειδικά στο δικό μου εργαστήριο [22], ότι αυξάνει την ανάπτυξη καρκίνου σε πειραματόζωα ενώ φυτικές πρωτεΐνες, η πρωτεΐνη της σόγιας και του σιταριού, μειώνουν την ανάπτυξή του. Και αυτά τα ευρέως δημοσιευμένα ευρήματα, αγνοήθηκαν στη συνέχεια, παρότι έχουν τεκμηριωθεί οι μηχανισμοί που ευθύνονται για αυτό το αποτέλεσμα.

Μια επιστημονική ομάδα 13 εμπειρογνωμόνων που συγκλήθηκε από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ συνέταξε το 1982 μια έκθεση 478 σελίδων σχετικά με τη διατροφή [diet], τη θρέψη [nutrition], και τον καρκίνο [20] και τόνισε “τη σημασία της ύπαρξης φρούτων, λαχανικών, και προϊόντων δημητριακών ολικής αλέσεως στην καθημερινή διατροφή”. Ήταν επίσης η πρώτη ομάδα εμπειρογνωμόνων που πρότεινε να μειωθεί το διατροφικό λίπος μόνο στο 30% των συνολικών θερμίδων (και όχι χαμηλότερα, όπως δικαιολογούσαν τα στοιχεία), επειδή πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόταση για μείωση της κατανάλωσης τροφίμων που περιέχουν ζωικές πρωτεΐνες (κρέας, γάλα, και αυγά) και έτσι θα έθεταν σε πολιτικό κίνδυνο την αξιοπιστία της έκθεσης.

Το 2009, μια ανασκόπηση (μετα-ανάλυση) 10 μεγάλων μελετών κοόρτης (με 433.070 συμμετέχοντες) έδειξε μεγάλης στατιστικής σημαντικότητας αύξηση κατά 26% των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 με την αύξηση κατά 120 γρ. ανά ημέρα του κόκκινου κρέατος και αύξηση 41% των περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 (380.606 συμμετέχοντες) όταν συγκρίθηκαν ομάδες με υψηλή και χαμηλή πρόσληψη επεξεργασμένων κρεάτων [23]. Αυτός είναι ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων και μια τεράστια επίδραση για μελέτες που δεν περιλαμβάνουν ως ομάδα σύγκρισης μια ομάδα μελέτης που καταναλώνει πλήρη φυτικά τρόφιμα (whole food plant based diet), χωρίς κρέατα και/ή άλλα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

Το 2012, ερευνητές από το Nurses Health Study που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Harvard συνόψισαν τα ευρήματα για την σχέση της κατανάλωση κόκκινου κρέατος και τη θνησιμότητα από δύο μεγάλες, γνωστές μελέτες, τις μελέτες Nurses Health Study και Physicians Health Study (23.926 θάνατοι, συμπεριλαμβανομένων 5.901 καρδιαγγειακών παθήσεων και 9.464 καρκίνων και σχεδόν 3 εκατομμύρια χρόνια παρακολούθησης). Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι “η κατανάλωση κόκκινου κρέατος σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο συνολικής θνησιμότητας, καρδιαγγειακής θνητότητας, και θνητότητας από καρκίνο. Η αντικατάσταση του κόκκινου κρέατος από άλλες υγιεινές πηγές πρωτεΐνης σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας”. Εκτίμησαν ότι “το 9,3% των θανάτων στους άνδρες και το 7,6% στις γυναίκες… θα μπορούσαν να αποφευχθούν… αν όλα τα άτομα κατανάλωναν λιγότερο από μισή μερίδα κόκκινου κρέατος την ημέρα”. Σε ένα σύνολο μελετών ασθενών-μαρτύρων [case control studies], που δημοσιεύτηκαν το 2013, αναφέρθηκαν 11.622 περιπτώσεις 10 διαφορετικών τύπων καρκίνου για τα έτη 1991-2009 στην Ιταλία και την Ελβετία. Κατά μέσο όρο ο κίνδυνος για νόσηση από καρκίνο ήταν 32% μεγαλύτερος για όσους κατανάλωναν το αντίστοιχο των 50 γρ. κόκκινου κρέατος την ημέρα [24].

Αυτές οι τρεις κύριες εκφυλιστικές ασθένειες (ασθένειες της καρδιάς, καρκίνος, και διαβήτης) σχετίζονται με αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος. Τα μεγέθη αυτών των επιπτώσεων είναι στατιστικώς αρκετά αξιοσημείωτα, ειδικά επειδή αυτές οι μελέτες δεν περιελάμβαναν σύγκριση με τη φυτοφαγική διατροφή με πλήρη τρόφιμα (WFPB), όπου το παρατηρούμενο αποτέλεσμα πολύ πιθανώς θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, με βάση την ικανότητα της διατροφής WFPB να αντιστρέψει την πλειοψηφία των περιπτώσεων διαβήτη και καρδιοπαθειών [25, 26].

Άλλη μία σχετικά κοινή ασθένεια που σχετίζεται με τις διατροφές που βασίζονται σε ζωικές πρωτεΐνες είναι η οστεοπόρωση. Συγκρίνοντας χώρες, υπάρχουν πολύ εντυπωσιακές θετικές συσχετίσεις των ποσοστών καταγμάτων των οστών με την πρόσληψη διατροφικού ασβεστίου [27] και ζωικής πρωτεΐνης [28]. Αυτά τα δύο θρεπτικά συστατικά μαζί εξηγούν τον αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση που σχετίζεται με την αυξημένη κατανάλωση γαλακτοκομικών [22].

Πολύ πρόσφατα, έγιναν διαθέσιμα τα αποτελέσματα πολλών μεγάλων μελετών ή μετα-αναλύσεων ομάδων τέτοιων μελετών σε ανθρώπους. Κάθε μία από αυτές τις μελέτες έχει τα δικά της μοναδικά πειραματικά χαρακτηριστικά, τα οποία περιλαμβάνουν (1) αριθμό συμμετεχόντων, (2) διάρκεια της περιόδου παρατήρησης, (3) σχετικούς αριθμούς και ηλικίες ανδρών έναντι γυναικών, (4) εθνικότητα, (5) διαφορετικές μετρήσεις έκθεσης (κατανάλωση τροφής, ανάκληση, και βιοδείκτες αίματος), (6) νοσήσεις (ποσοστά θνησιμότητας από όλες τις αιτίες ή συγκεκριμένες νόσους), και (7) κριτήρια για τις προδιαγραφές των ομάδων τροφίμων (π.χ. επεξεργασμένο ή μη επεξεργασμένο κόκκινο κρέας, άλλες ομάδες κρέατος, γαλακτοκομικά, αυγά). Κάθε μελέτη, επομένως, θα είναι μοναδική και θα παρέχει τη δική της εκτίμηση κινδύνου νόσησης ως συνάρτηση αυτών των πολλών χαρακτηριστικών του τρόπου ζωής (αναμένεται μια σειρά εκτιμήσεων). Οι μελετες αυτές συνεγράφησαν από ικανούς και έμπειρους ερευνητές με λίγες ή καθόλου κρυφές συγκρούσεις συμφερόντων. Τέλος, τα ευρήματα αυτών των μελετών ελέγχθηκαν από τρίτους επιστήμονες με τη μέθοδο peer review [αξιολόγηση από ομοτίμους].

Χωρίς να παγιδευτούμε σε πειραματικές λεπτομέρειες (όσο σημαντικές κι αν είναι), τα αναφερόμενα ευρήματα ενός δείγματος από τις πιο αξιόλογες από αυτές τις μελέτες δείχνουν ότι η κατανάλωση επεξεργασμένου και μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος σχετίζεται στατιστικώς σημαντικά με αυξήσεις της συνολικής θνησιμότητας κατά 10-44% [29, 30, 31], με τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα κατά 18-28% [29], και με τη θνησιμότητα από καρκίνο κατά 10-32% [24, 31]. Αν και αυτά τα αποτελέσματα για τον αυξημένο κίνδυνο ασθένειας με την κατανάλωση κρέατος είναι γενικά στατιστικώς σημαντικά, μπορεί να φαίνονται κάπως μέτρια σε πολλούς παρατηρητές.

Αντιθέτως, οι μελέτες παρέμβασης δείχνουν ότι η μετάβαση από μια διατροφή με βάση το κρέας (που επίσης είναι πλούσια σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες) σε μια διατροφή με πλήρη τρόφιμα (WFPB) αναστρέφει την καρδιαγγειακή νόσο στο 90-100% των ατόμων [26, 32]. Παρομοίως, διακρατικές διαστρωματικές μελέτες δείχνουν παρόμοια μεγέθη επίδρασης για αρκετούς καρκίνους και για τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Δηλαδή, τα ποσοστά καρκίνου πλησιάζουν το 0-10% στις χώρες με την χαμηλότερη πρόσληψη διατροφικού λίπους, όπου το διατροφικό λίπος (ως συνολικό, κορεσμένο, και πολυακόρεστο λίπος) αποτελεί υποκατάστατο δείκτη για την κατανάλωση ζωικών και φυτικών τροφών [1]. Επίσης, οι καρδιοπάθειες είναι σπάνιες στην αγροτική Κίνα όταν το κρέας και άλλα ζωικά προϊόντα είναι πολύ περιορισμένα ή δεν χρησιμοποιούνται.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, γιατί οι μελέτες παρέμβασης και οι διαστρωματικές μελέτες δείχνουν τεράστιο έλεγχο, της τάξεως του 90-100% (και ακόμη και αναστροφή), της θνησιμότητας από ασθένειες με την αποφυγή τροφών ζωικής προέλευσης, ενώ μεγάλες προοπτικές μελέτες υποδεικνύουν ότι με την αποφυγή του κρέατος ο κίνδυνος νόσησης μειώνεται μόνο κατά 10-40%; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις, αν και η ικανότητα των προοπτικών μελετών κοόρτης να ανιχνεύσουν ένα μεγαλύτερο, αληθινό αποτέλεσμα περιορίζεται από το πώς σχεδιάζονται συνήθως οι μελέτες.

Πρώτον, ούτε μία μεγάλη μελέτη κοόρτης δεν περιλαμβάνει άτομα με διατροφή WFPB, επομένως δεν μπορεί να παρατηρηθεί η επίδραση αυτού του συγκεκριμένου διατροφικού τρόπου ζωής. Δεύτερον, οι αναλύσεις των προοπτικών μελετών κοόρτης επικεντρώνονται στην εκτίμηση του κινδύνου για μεμονωμένα τρόφιμα ή θρεπτικά συστατικά. Ο πραγματικός κίνδυνος ασθένειας από το κρέας πιθανότατα θα παραμείνει κρυφός όταν οι διατροφές των συμμετεχόντων είναι σχετικά πλούσιες σε ζωικές πρωτεΐνες γενικότερα. Η αντικατάσταση του κόκκινου κρέατος με κοτόπουλο ή γαλακτοκομικά, για παράδειγμα, είναι πιθανό να έχει μέτρια μόνο επίδραση, επειδή οι κίνδυνοι ασθενειών για καθένα από αυτά τα τρόφιμα είναι παρόμοιοι.

Ένα συμπέρασμα είναι σαφές. Η κατανάλωση κόκκινου κρέατος αυξάνει σίγουρα τον κίνδυνο πολλαπλών ασθενειών που απειλούν τη ζωή, ένα αποτέλεσμα που συνδυάζεται με την ύπαρξη και άλλων τροφίμων ζωικής προέλευσης και με τον παραγκωνισμό των φυτικών τροφίμων.

Συνοπτικά, αυτές οι λίγες μελέτες είναι μόνο ένα μικρό δείγμα ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού μελετών που επιβεβαιώνουν περαιτέρω αυτό το συμπέρασμα. Οι διατροφές που περιέχουν ζωικές πρωτεΐνες, άρα και κόκκινο κρέας, συνδέονται με τεράστιο φορτίο ασθενειών, πολύ περισσότερο από ό,τι αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Συχνά, επίσης, τέτοιες διατροφές περιλαμβάνουν επίσης “πρόχειρα φαγητά” που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες (ζάχαρη, ραφιναρισμένο αλεύρι), λίπος, και αλάτι και τα οποία είναι επίσης επιβαρυντικά. Η απομάκρυνση από αυτές τις διατροφές όχι μόνο αποτρέπει αλλά και αντιμετωπίζει και αναστρέφει εξαιρετικά γρήγορα την περαιτέρω εξέλιξη των περισσότερων από αυτές τις ασθένειες.

Δυστυχώς, τα στοιχεία για αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα μιας διατροφής χωρίς κρέας, τύπου WFPB, προέρχονται κυρίως από μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση μελετών που συχνά έχουν στατιστικούς περιορισμούς λόγω του ότι δεν περιέχουν συμμετέχοντες που ακολουθούν WFPB. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολύ λίγες έρευνες σχετικά με τη διατροφή WFPB διεξάγονται και αναφέρονται, είτε επειδή (1) οι ίδιοι οι ερευνητές δεν γνωρίζουν ή δεν πιστεύουν το αποτέλεσμα αυτής της διατροφής, (2) η χρηματοδότηση για μια τέτοια έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, και/ή επειδή (3) υπάρχουν πολύ λίγοι συμμετέχοντες για τέτοιες μελέτες. Μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος υπάρχει λόγω του ενθουσιασμού που υπάρχει για την πρωτεΐνη, όπου περίπου 95% του πληθυσμού καταναλώνει περισσότερη πρωτεΐνη από ό,τι χρειάζεται, οδηγώντας έτσι σε μια διατροφή που υστερεί, μεταξύ άλλων, σε πολλά θρεπτικά συστατικά. Προσθέτοντας όλο και περισσότερη πρωτεΐνη στη διατροφή μας, και σχεδόν πάντα λαμβάνοντάς την από τρόφιμα ζωικής προέλευσης, δημιουργούμε πολλαπλά διατροφικά προβλήματα που στη συνέχεια καθιστούν δύσκολη τη διερεύνηση των αιτιών των ασθενειών. Τα διατροφικά προβλήματα δημιουργούνται από το κρέας, στη συνέχεια και από άλλα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, και σύντομα καταλήγουμε να δημιουργούνται και από τη μείωση των υγιεινών θρεπτικών συστατικών φυτικής προέλευσης. Μετά ασχολούμαστε, με διάφορους τρόπους στην καθημερινή μας ζωή, με επιμέρους θρεπτικά συστατικά και τη συμβολή τους στην υγεία. Αλλά το ίδιο κάνουμε και στην επαγγελματική έρευνα, και αυτό που καταφέρνουμε είναι να αυξήσουμε τη σύγχυση και να μειώσουμε την ικανότητά μας να δούμε τον “ελέφαντα στο δωμάτιο”.

Αυτή η παρεξήγηση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα και ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να αναγνωρίσουν τη δύναμη της διατροφής στο να θεραπεύσει, όταν η διατροφή εφαρμόζεται ολιστικά όπως όταν χρησιμοποιείται σαν διατροφή με πλήρη, φυτικά τρόφιμα. Αν κατανοήσουμε σωστά και βιώσουμε τα οφέλη της διατροφής, η ικανότητά μας να αντιμετωπίσουμε κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα είναι σχεδόν ασύλληπτη.

© Vegan Times & T. Colin Campbell Center of Nutrition Studies

Κείμενο από:
Δημοσιεύτηκε: 25/08/2023
Ενημερώθηκε:
04/10/2023

Πηγές:

Πρωτότυπο κείμενο: The mystique of protein and its implications – Center for Nutrition Studies. Ημερομηνία δημοσίευσης: 19 Ιανουαρίου 2014 — Επικαιροποίηση: 3 Ιανουαρίου 2019.

Μετάφραση στα ελληνικά και δημοσίευση κατόπιν αδείας από το T. Colin Campbell Center of Nutrition Studies. Επιμέλεια μετάφρασης: Αναστασία Ψειρίδου PhD, Plant Based Nutrition Certificate Professional 2016. Translated and published under permission by T. Colin Campbell Center of Nutrition Studies. Translation reviewed by Anastasia Pseiridis PhD, Plant Based Nutrition Certificate Professional 2016.

[1] Carroll, K. K., Braden, L. M., Bell, J. A. & Kalamegham, R. Fat and cancer. Cancer 58, 1818-1825 (1986).
[2] Armstrong, D. & Doll, R. Environmental factors and cancer incidence and mortality in different countries, with special reference to dietary practices. Int. J. Cancer 15, 617-631 (1975).
[3] Expert Panel. Food, nutrition and the prevention of cancer, a global perspective. (American Institute for Cancer Research/World Cancer Research Fund, 1997).
[4] Keys, A. Coronary heart disease in seven countries. Circulation Suppl. 41, I1-I211 (1970).
[5] Keys, A. Seven countries. A multivariate analysis of death and coronary heart disease. (Harvard University Press, 1980).
[6] Campbell, T. C. et al. China: from diseases of poverty to diseases of affluence. Policy implications of the epidemiological transition. Ecol. Food Nutr. 27, 133-144 (1992).
[7] Newburgh, L. H. & Clarkson, S. Production of athersclerosis in rabbits by diet rich in animal protein. JAMA 79, 1106-1108 (1922).
[8] Newburgh, L. H. & Clarkson, S. The production of arteriosclerosis in rabbits by feeding diets rich in meat. Arch. Intern. Med. 31, 653-676 (1923).
[9] Meeker, D. R. & Kesten, H. D. Experimental atherosclerosis and high protein diets. Proc. Soc. Exp. Biol. Med. 45, 543-545 (1940).
[10] Meeker, D. R. & Kesten, H. D. Effect of high protein diets on experimental atherosclerosis of rabbits. Arch. Pathology 31, 147-162 (1941).
[11] Kritchevsky, D., Tepper, S. A., Czarnecki, S. K., Klurfeld, D. M. & Story, J. A. in Current Topics in Nutrition and Disease, Volume 8: Animal and Vegetable Proteins in Lipid Metabolism and Atherosclerosis (eds D Kritchevsky & M.J. Gibney) 85-100 (Alan R. Liss, Inc., 1983).
[12] Kritchevsky, D., Tepper, S. A., Czarnecki, S. K. & Klurfeld, D. M. Atherogenicity of animal and vegetable protein. Influence of the lysine to arginine ratio. Atherosclerosis 41, 429-431 (1982).
[13] Sirtori, C. R., Agradi, E., Conti, F., Mantero, O. & Gatti, E. Soybean-protein diet in the treatment of type II hyperlipoproteinemia. Lancet 1(8006), 275-277 (1977).
[14] Descovich, G. C. et al. Multicenter study of soybean protein diet for outpatient hyerpcholesterolemic patients. Lancet 2 (1980).
[15] Carroll, K. K. in Animal and Vegetable Proteins in Lipid Metabolism and Atherosclerosis (eds M.J. Gibney & D. Kritchevsky) 9-17 (Alan R. Liss, Inc., 1983).
[16] Carroll, K. K. & Huff, M. W. in Nutrition and food science, present knowledge and utilization Vol. 3, Nutritional biochemistry and pathology (eds W. Santos, N. Lopes, J.J. Barbosa, & D. Chaves) 379-385 (Plenum Press, 1980).
[17] Terpstra, A. H. M., Hermus, R. J. J. & West, C. E. in Animal and Vegetable Proteins in Lipid Metabolism and Athersclerosis (eds M.J. Gibney & D. Kritchevsky) 19-49 (Alan R. Liss, Inc., 1983).
[18] Schulsinger, D. A., Root, M. M. & Campbell, T. C. Effect of dietary protein quality on development of aflatoxin B1-induced hepatic preneoplastic lesions. J. Natl. Cancer Inst. 81, 1241-1245 (1989).
[19] Youngman, L. D. The growth and development of aflatoxin B1-induced preneoplastic lesions, tumors, metastasis, and spontaneous tumors as they are influenced by dietary protein level, type, and intervention., (Cornell University, Ph.D. Thesis, 1990).
[20] Committee on Diet Nutrition and Cancer. Diet, Nutrition and Cancer. (National Academy Press, 1982).
[21] Madhavan, T. V. & Gopalan, C. The effect of dietary protein on carcinogenesis of aflatoxin. Arch. Path. 85, 133-137 (1968).
[22] Campbell, T. C. & Campbell, T. M., II. The China Study, Startling Implications for Diet, Weight Loss, and Long-Term Health. (BenBella Books, Inc., 2005).
[23] Aune, D., Ursin, G. & Veierod, M. B. Meta-analysis. Meat consumption and the risk of type-2 diabetes: a systematic review asnd meta-analysis of cohort studies. Diabetolgia 52, 2277-2287 (2009).
[24] Di Maso, M. et al. Red meat and cancer risk in a network of case-control studies focusing on cooking practices. Ann. Oncol. 24, 3107-3112 (2013).
[25] Esselstyn, C. B., Ellis, S. G., Medendorp, S. V. & Crowe, T. D. A strategy to arrest and reverse coronary artery disease: a 5-year longitudinal study of a single physician’s practice. J. Family Practice 41, 560-568 (1995).
[26] Esselstyn, C. B. J., Gendy, G., Doyle, J., Golubic, M. & Roizen, M. F. Treating the cause of coronary artery disease (to be published). J Family Practice (2014).
[27] Hegsted, D. M. Calcium and osteoporosis. J. Nutr. 116, 2316-2319 (1986).
[28] Abelow, B. J., Holford, T. R. & Insogna, K. L. Cross-cultural association between dietary animal protein and hip fracture: a hypothesis. Calcif. Tissue Int. 50, 14-18 (1992).
[29] Larsson, S. C. & Orsini, N. Red meat and processed meat consumption and all-cause mortality: a meta-analysis. Am. J. Epidemiol. 179, 282-289 (2013).
[30] Rohrmann, S. et al. Meat consumption and mortality–results from the European Prospective Investigation into cancer and nutrition. Cancer Causes and Control 24, 685-693 (2013).
[31] Pan, A. et al. Red meat consumption and mortality: results from 2 prospective cohort studies. Am. J. Clin. Nutr. 98, 1032-1041 (2013).
[32] Ornish, D. in American Heart Association 66th Scientific Sessions.

Εικόνα: Ron Iach | Pexels

Όλες οι πηγές Λιγότερες πηγές